χρυσοφορια

χρυσοφορια
    χρυσοφορία
    χρῡσο-φορία
    ἥ ношение золотых украшений
    

(προκοσμήματα καὴ χρυσοφορίαι Diog.L.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "χρυσοφορια" в других словарях:

  • χρυσοφορίᾳ — χρυσοφορίᾱͅ , χρυσοφορία wearing of golden ornaments fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρυσοφορία — ἡ, Α [χρυσοφόρος] 1. το να φορεί κανείς χρυσά κοσμήματα ή χρυσοκέντητη στολή 2. το δικαίωμα αξιωματούχου να φορεί χρυσά κοσμήματα και, κυρίως, χρυσό δαχτυλίδι …   Dictionary of Greek

  • χρυσοφορίας — χρυσοφορίᾱς , χρυσοφορία wearing of golden ornaments fem acc pl χρυσοφορίᾱς , χρυσοφορία wearing of golden ornaments fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρυσοφορίαν — χρυσοφορίᾱν , χρυσοφορία wearing of golden ornaments fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»